- αὐλοθήκη
- αὐλοθήκηflute-casefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυλοθήκη — αὐλοθήκη, η (Μ) θήκη στην οποία φυλάσσεται ο αυλός … Dictionary of Greek
αὐλοθήκας — αὐλοθήκᾱς , αὐλοθήκη flute case fem acc pl αὐλοθήκᾱς , αὐλοθήκη flute case fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλοδόκη — αὐλοδόκη, η (Α) η αυλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)] … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
τύρβη — η, ΝΜΑ, και σύρβη Α βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη τής πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.) αρχ. 1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι… … Dictionary of Greek